διττά

διττά
δισσός
twofold
neut nom/voc/acc pl (attic)
διττά̱ , δισσός
twofold
fem nom/voc/acc dual (attic)
διττά̱ , δισσός
twofold
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διττάς — διττά̱ς , δισσός twofold fem acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ECBATANA — I. ECBATANA plur. num. metropolis Mediae, vel ut quidam existimant, regia quaedam magna a Deioce rege Medorum. Strab. l. 11. Ceterum Echatana Polyb. l. 10. videntur πλούτῳ καὶ τῇ τῆς καταςκευῆς πολυτελείᾳ μέγα τι παρα τὰς ἄλλας διενηνο χέναι… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PANATHENAEA — Erichthonius Vulcani filius Minervae festum instituit, et Α᾿θήναια vasi dicas Minervalia, vocavit. Harpocration, Η῎γαγε δὲ τὴν ἑορτὴν ὁ Ε᾿ριχθόνιος ὁ Η῾φαίςτου, καθά φασιν Ε῾λλάνικός τε καὶ Α᾿νδροτιὼν, ἑκάτερος εν πρώτῃ Α᾿τθίδος πρὸ τούτου δὲ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γουνός — γουνός, ο (Α) 1. εύφορος, γόνιμος τόπος 2. ύψωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λέξη ήδη ομηρική που από την αρχαιότητα ερμηνεύθηκε διττά: ως «υψηλός τόπος» και ως «γονιμώτατος τόπος» (η δεύτερη ερμηνεία δεν είναι καθολικά αποδεκτή). Ο τ. γουνός (με τη… …   Dictionary of Greek

  • ευρύοπα — εὐρύοπα, ὁ (Α) 1. αυτός που ηχεί σε μεγάλη έκταση («εὐρύοπα κέλαδον φθεγγόμενος») 2. (επίθ. τού Διός) αυτός που βλέπει μακριά, σε μεγάλη έκταση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ευρύοπα απαντά ως προσωνυμία τού τ. Ζην ή Κρονίδην στην αιτιατ., αλλά και στην ονομαστ …   Dictionary of Greek

  • αμφισημία ή αμφιλογία — Γλωσσικό φαινόμενο, συνηθέστατο τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κατά το οποίο μια έκφραση (λέξη, συνδυασμός λέξεων, φράση κλπ.) διατυπώνεται έτσι ώστε να έχει διφορούμενη σημασία και να μπορεί να εκληφθεί διττά (ενδεχομένως και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”